- φιλοπράγμων
- -όπραγμον, ΜΑ1. αυτός που τού αρέσει να ασχολείται με πολλά, πολυπράγμων, πολυάσχολος2. (με αρνητική σημ.) αυτός που τού αρέσει να ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις, περίεργος, αδιάκριτοςαρχ.το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπραγμονη φιλοπραγμοσύνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυ-πράγμων].
Dictionary of Greek. 2013.